|
English Translation |
|
More meanings for πρόχειρος (prócheiros)
rough
adjective
|
|
τραχύς,
άξεστος,
ακατέργαστος,
ανώμαλος,
τρικυμιώδης
|
makeshift
adjective
|
|
πρόχειρος
|
handy
adjective
|
|
εύχρηστος,
βολικός,
επιτήδειος,
εξυπηρετικός,
ευχερής
|
improvised
adjective
|
|
αυτοσχέδιος
|
sketchy
adjective
|
|
ατελής,
σκιαγραφικός
|
extemporaneous
adjective
|
|
αυτοσχέδιος
|
handily
adverb
|
|
επιδέξια,
επιδεξίως
|
See Also in Greek
Similar Words
|
|
|
|
|
|