|
English Translation |
|
More meanings for αυταρχικός (af̱tarchikós)
autocratic
adjective
|
|
απολυταρχικός
|
bossy
adjective
|
|
αυταρχικός
|
overbearing
adjective
|
|
καταθλιπτικός,
αγέρωχος
|
officious
adjective
|
|
πρόθυμος,
φιλοπράγμων,
ενοχλητικά πρόθυμος
|
despotic
adjective
|
|
απολυταρχικός,
τυραννικός
|
imperious
adjective
|
|
αγέρωχος,
δεσποτικός
|
peremptory
adjective
|
|
επιτακτικός,
αυθαίρετος,
προστακτικός,
οριστικός,
ανένδοτος
|
autocratical
adjective
|
|
απολυταρχικός
|
magisterial
adjective
|
|
δεσποτικός,
αγέρωχος,
δικαστικός
|
self-assertive
adjective
|
|
αυταρχικός
|
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|