|
English Translation |
|
More meanings for σταθερός (statherós)
constant
adjective
|
|
συνεχής,
διαρκής,
αδιάκοπος,
πιστός
|
stable
adjective
|
|
ευσταθής,
μόνιμος
|
fixed
adjective
|
|
πάγιος,
καθορισμένος,
ακίνητος,
τακτός
|
steady
adjective
|
|
τακτικός,
αμετακίνητος,
πάγιος
|
firm
adjective
|
|
σφιχτός
|
stationary
adjective
|
|
ακίνητος,
στάσιμος
|
standard
adjective
|
|
κανονικός,
πρότυπος,
καθιερωμένος,
κριτήριος
|
consistent
adjective
|
|
συνεπής
|
steadfast
adjective
|
|
στερεός
|
permanent
adjective
|
|
μόνιμος,
διαρκής
|
staunch
adjective
|
|
αφοσιωμένος,
πιστός,
στερεός
|
set
adjective
|
|
ορισμένος,
αμετάτρεπτος
|
equable
adjective
|
|
ομοιόμορφος
|
stanch
adjective
|
|
πιστός,
στερεός
|
unfaltering
adjective
|
|
ακλόνητος
|
hard
adjective
|
|
σκληρός,
δύσκολος,
στρυφνός,
χαλεπός,
δριμύς
|
abiding
adjective
|
|
αμετάβλητος,
μένων,
τηρών,
μόνιμος,
διαρκής
|
See Also in Greek
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|