|
English Translation |
|
More meanings for καθαρός (katharós)
net
adjective
|
|
χωρίς έκπτωση,
εκκαθαρισμένος
|
pure
adjective
|
|
αμιγής,
αγνός,
σκέτος,
αμόλυντος,
αμάλαγος
|
clean
adjective
|
|
παστρικός,
αλέρωτος
|
clear
adjective
|
|
σαφής,
διαυγής,
διαφανής,
αίθριος,
πλήρης
|
neat
adjective
|
|
πετυχημένος,
νοικοκυρεμένος,
κομψός,
ανέρωτος,
καλοφτιαγμένος
|
sheer
adjective
|
|
απόλυτος,
διαφανής,
λεπτότατος,
κατακόρυφος
|
cleanly
adjective
|
|
παστρικός,
καθάριος
|
plain
adjective
|
|
σαφής,
απλός,
σκέτος,
άδολος,
ομαλός
|
cloudless
adjective
|
|
αίθριος,
χωρίς σύννεφα,
ανέφελος
|
blank
adjective
|
|
κενός,
λευκός,
άγραφος,
ασυμπλήρωτος,
χωρίς ενδιαφέρο
|
smokeless
adjective
|
|
άκαπνος
|
spick and span
adjective
|
|
καθαρώτατος,
καινουργής
|
See Also in Greek
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|