|
English Translation |
|
More meanings for νομοσχέδιο (nomoschédio)
bill
noun
|
|
λογαριασμός,
τιμολόγιο,
χαρτονόμισμα,
γραμμάτιο,
πρόγραμμα
|
draft
noun
|
|
προσχέδιο,
βύθισμα,
τράβηγμα,
γουλιά,
συναλλαγματική
|
act
noun
|
|
πράξη,
ενέργεια
|
draught
noun
|
|
προσχέδιο,
βύθισμα,
τράβηγμα,
γουλιά,
συναλλαγματική
|
See Also in Greek
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|